Λίμνη Τριχωνίδα
Η δημιουργία της λίμνης ήταν αποτέλεσμα μεγάλων γεωλογικών ανακατατάξεων. Η Τριχωνίδα είναι υπόλειμμα παλαιότερης και μεγαλύτερης λίμνης που καταλάμβανε προϊστορικά ολόκληρη τη λεκάνη Αγρινίου. Η παραπάνω διαδικασία υπολογίζεται ότι έλαβε χώρα πριν από 15 – 20 εκατομμύρια χρόνια περίπου.
Σύμφωνα με την παράδοση, στα αρχαία χρόνια υπήρχε μέσα στη λίμνη μια πόλη που βυθίστηκε. Η πόλη αυτή είχε τρεις κώνους και ίσως από εκεί πήρε το όνομά της η λίμνη: Τρεις κώνοι – Τριχωνίδα. Μια άλλη εκδοχή, μάλλον η επικρατέστερη, είναι ότι πήρε το όνομα της από την αρχαία πόλη Τριχώνιο, που βρίσκεται δίπλα στη λίμνη, κοντά στο χωριό της Γαβαλούς.
Η Τριχωνίδα έχει έκταση 96,5 χλμ, η περίμετρος της είναι 51 χλμ. και το βάθος της φθάνει τα 57 μέτρα. Ανατολικά η μορφολογική κλίση των βουνών είναι μεγάλη και οι ακτές απότομες, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα της η μορφολογία του εδάφους έχει ομαλή απόληξη με αποτέλεσμα σε πολλά σημεία, και σε συνδυασμό με το μεγάλο μέγεθος της λίμνης, η ακτή να θυμίζει θαλασσινά ακρογιάλια. Γύρω της υπάρχουν πέντε (5) διευρυμένοι Δήμοι (πρώην 3 Δήμοι και 24 Κοινότητες).
Ο όγκος του νερού ανέρχεται περίπου σε 142 εκατομμύρια κυβικά. Οι εισρέουσες ποσότητες νερού προέρχονται από πηγές, κυρίως υπόγειες και από 15 μεγάλους και αρκετούς χείμαρρους, οι οποίοι ξεκινούν από το Παναιτωλικό και τον Αράκυνθο και καταλήγουν στη λίμνη. Ποσότητα νερού προέρχεται και από αποστράγγιση της περιοχής Παναιτωλίου – Καινούργιου, που χρησιμοποιούν για άρδευση νερό από τον Αχελώο. Η λίμνη συνδέεται με την αντίστοιχη της Λυσιμαχίας με διώρυγα. Η ποσότητα του νερού που εισρέει στη Λυσιμαχία ρυθμίζεται από τις πόρτες δίπλα στα Γεφύρια του Αλάμπεη.
Μεγάλες ποσότητες νερού της Τριχωνίδας καταλήγουν στα χωράφια του Λεσινίου, της Κατοχής, Νεοχωρίου και Μεσολογγίου. Τα τελευταία χρόνια ο καιρός ευνόησε την άνοδο της στάθμης του νερού της λίμνης (υπήρξε άνοδος κατά 1 μέτρο και 20 πόντους).
Η θερμοκρασία του νερού ποικίλλει ανάλογα με την εποχή από 4° – 25° βαθμούς Κελσίου.(πρόκειται για θερμή λίμνη).
Οι περισσότεροι κάτοικοι των Δήμων γύρω από την Τριχωνίδα είναι αγρότες και οι καλλιέργειες τους εξαρτώνται άμεσα από τα νερά που αρδεύονται από τη λίμνη, ενώ το νερό της χρησιμοποιείται από πολλούς οικισμούς και για άρδευση. Από την άλλη δεν είναι λίγοι αυτοί που ασχολούνται με το ψάρεμα. Παλιότερα κατά καιρούς λειτουργούσαν αρκετές ιχθυοτροφικές μονάδες, εγκαταλειμμένες σήμερα.
Γενικά Οικολογικά Στοιχεία
Στην Τριχωνίδα έχουν παρατηρηθεί πάνω από 140 είδη πουλιών. Τα 3Ο είδη από αυτά ανήκουν στα απειλούμενα με εξαφάνιση και γι αυτό προστατεύονται αυστηρά από την κοινοτική νομοθεσία.
Η παραλίμνια βλάστηση στην Τριχωνίδα αποτελείται από αιωνόβια πλατάνια, ιτιές, φράξους, λεύκες, καβάκια, λυγαριές, κυπαρίσσια, δάφνες, πικροδάφνες, ευκαλύπτους, καλαμιές, βούρλα, ψαθιά, βαλτώδεις εκτάσεις και εσπεριδοειδή ενώ το άρωμα των λουλουδιών την άνοιξη σε ζαλίζει. Ακριβώς πάνω από τη λίμνη, λίγο έξω από το Πετροχώρι, υπάρχει ακόμη ένα αρκετά μεγάλο κατάλοιπο δάσους ήμερων βελανιδιών.
Στην περιοχή υπάρχουν σπάνια λουλούδια όπως Νούφαρα, Κυκλάμινα, Γλαδιόλες και πλήθος από Ορχιδέες.
Η λίμνη και η γύρω περιοχή είναι πλούσια σε αμφίβια και ερπετά και εδώ βρίσκει καταφύγιο και η όλο και πιο σπάνια στη χώρα μας Βίδρα.
Μεγάλη αξία έχει επίσης η ιχθυοπανίδα της λίμνης και εδώ υπάρχουν ενδημικά είδη και σπάνια ψάρια του γλυκού νερού όπως η Γουρνάρα, η Τσερούκλα, το Στρωσίδι, η Τριχωνοβελονίτσα, το Γλανίδι, ο Νανογοβιός (που είναι ενδημικό της Τριχωνίδας και το μήκος του είναι μόλις 2 εκατοστά), Κυπρίνι (Γριβάδι), Χέλι κ,α. Στα νερά της ζούν ακόμη σπόγγοι, οστρακώδη και μαλάκια. Στα νερά των ρεμάτων, κυρίως στις εκβολές τους, ζούν αρκετά ψάρια όπως: η Μπούλκα, η Μπριάνα, η Λιάρα, η Νιάσκα (Τσίμα). Εκτιμάται ότι οι αλιευόμενες ποσότητες ψαριών υπερβαίνουν τους 350 τόνους ετησίως.
Το φυτοπλαγκτόν της λίμνης περιλαμβάνει 90 είδη, μερικά από τα οποία είναι μοναδικά στον κόσμο. Υπάρχουν επίσης φύκια διαφόρων ειδών (7 κατηγορίες).
Ο Κωστής Παλαμάς, ο εθνικός μας ποιητής, ύμνησε όσο κανείς άλλος τις ομορφιές της Αιτωλοακαρνανίας. Ύμνησε τον αργυροδίνη Αχελώο, τον Ζυγό, την Βαράσοβα, τα στενά της Κλεισούρας αλλά και τις αδελφές λίμνες, τη Τριχωνίδα και την Λυσιμαχία. Στο ποίημα του «η νιότη» από τη συλλογή « Οι καϋμοί της λιμνοθάλασσας» γράφει:
«Ξέρω δυο λίμνες ξωτικές, δύο λίμνες αδερφάδες
με του χωριού, με του νερού, με του χλωρού, τα κάλλη.
Για ονειροπλέκτες έρωτες και για τραγουδιστάδες.
Τη λίμνη τ΄ Αγγελόκαστρου του Βραχωριού την άλλη.»
Παλαιότερα, οι δύο λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία σε περιόδους πλημμυρών ενώνονταν, με αποτέλεσμα να φαίνονται σαν μια λίμνη, την οποία οι κάτοικοι της περιοχής αποκαλούσαν «Λίμνη του Απόκουρου».
Οι λίμνες ενώνονταν με αβαθείς βάλτους και για να αποφεύγεται ο κύκλος της Λυσιμαχίας (μέσω ξηράς) η επικοινωνία διεξήγετο με πλοιάρια και γαϊτες. Το 1773 ο μουσελίμης του Κάρελι Αλαϊ Μπέης αποφάσισε την κατασκευή των γεφυριών για να ενώσει τις δύο λίμνες και συνδέσει τους κάμπους του Παναιτωλίου και των Παπαδάτων
« Είχαμε σταματήσει στις όχθες του έλους, για να προετοιμάσουμε τα όπλα μας και να μπούμε στην επικίνδυνη περιοχή του Ζυγού, όταν βρεθήκαμε σε μια γέφυρα με τρακόσιες εβδομήντα καμάρες, που αγκαλιάζει το τέναγος σε μια έκταση περίπου ενός χιλιομέτρου. Παρατήρησα σε κάποιους πυλώνες, σκαλιά που οδηγούν σε πλατώματα, κτισμένα γύρω από την προεξοχή των πρόβολων. Σχηματίζονταν ένα είδος μώλων, όπου διέκρινα δακτύλιους στους οποίους έδεναν τα σκάφη. Μ αυτά έκαναν εμπόριο στα παράλια της λίμνης, που άλλοτε περιβαλλόταν από πόλεις με ιδιαίτερη εμπορική κίνηση στα λιμάνια τους. Ξεχώρισα ακόμα μερικά σκάφη που ταξιδεύουν στην Τριχωνίδα και στους Οζυρούς της Ακαρνανίας, για να εκμεταλλευτούν την οικοδομική ξυλεία που έχει άφθονη η περιοχή και τους ψαρότοπους κοντά στο αγκυροβόλιό τους.»
Το 1885 ο περιηγητής Δ. Βικέλας έγραφε: «Τις ήτο ο Αλαήμπεης ούτος, του οποίου η γέφυρα διαιωνίζει το όνομα. Εγνώριζε άραγε ότε έκτιζε δια μέσου των λιμνών την οδόν ταύτην, ότι εδημιούργει τον γοητευτικώτερον επί γης περίπατον».
Εικόνες μαγείας δημιουργούνται την άνοιξη καθώς πλήθη από Νούφαρα, με τα μεγάλα λευκά άνθη τους, επιπλέουν στη λίμνη. Πίνακες ζωγράφων της Αναγέννησης θυμίζουν οι μικρές «θάλασσες» από ελαιώνες και εσπεριδοειδή. Εδώ ο περιηγητής βρίσκει, την χαμένη στο αστικό κέντρο, ανθρώπινη φύση του. Νοιώθει να ξαναγεννιέται.
Το Παναιτωλικό είναι το τελευταίο βουνό της Ρούμελης πριν από το κάμπο του Αγρινίου. Ορθώνεται ακριβώς πάνω από την Τριχωνίδα και είναι αρκετά δασωμένο με αραιά δάση ελάτων που φθάνουν μέχρι τα 1.400 μ. αφήνοντας πάνω στα μεγάλα υψόμετρα μια στενή αλπική ζώνη. Οι απόκρημνες πλαγιές του σκεπάζονται με έλατα ενώ οι πιο χαμηλές είναι πνιγμένες στα κέδρα, τα πουρνάρια και άλλους θάμνους. Στο δάσος ζουν πολλά είδη αρπακτικών όπως είναι ο Χρυσαετός, η Ποντικοβαρβακίνα και στα χαμηλά ο Φιδαετός και ένα πλήθος από Δρυοκολάπτες και άλλα μικρά Στρουθιόμορφα,όπως Κοτσύφια, Τσιροβάκους.
Αντίκρυ του Παναιτωλικού είναι ο θρυλικός Αράκυνθος. Οικολογικά ο Αράκυνθος έχει σπουδαία σημασία. Καλύπτεται από μεσογειακή μακία, φρύγανα , κωνοφόρακαιβελανιδιές. Σε όλες τις κοίτες των χειμάρρων υπάρχουν πλατάνια, κατάλοιπα ευρύτερου δάσους. Επίσης και ειδικά στη περιοχή της Κλεισούρας, ζουν τα Όρνια, ο Χρυσαετός, ο Κραυγαετός, ο Πετρίτης, ο Δενδρογέρακας, το Χρυσογέρακο, το Σαίνι, ο Μπούφος, η Τυτώ και πλήθος μικρών Στρουθιόμορφων. Κατά το χειμώνα στη περιοχή ξεχειμωνιάζουν σπάνια πουλιά όπως ο Μαυρόγυπας, ο Βασιλαετός και ο Στικταετός.
Λίμνη Λυσιμαχία
Η Λυσιμαχία είναι λίμνη στο νομό Αιτωλακαρνανίας. Η επιφάνεια της είναι 13,2 Km2, ενώ η περίμετρος της είναι περίπου 17 km, έχει δε μέγιστο βάθος μόλις τα 9 μέτρα. Αποτελεί ενιαίο οικοσύστημα με την μεγαλύτερη λίμνη του Νομού τηνΤριχωνίδα. Στη Λυσιμαχία καταλήγει ο χείμαρρος της Ερμίτσας, ενώ τα νερά της λίμνης έχουν διέξοδο και προς τον Αχελώο μέσω του Δίμηκου ποταμού.
Η παραλίμνια περιοχή είναι πνιγμένη στα καλάμια κι αναμεσά τους βρίσκουν καταφύγιο το χειμώνα, Φαλαρίδες, Βουταλίδες και Πρασινοκέφαλες Πάπιες, ενώ φωλιάζουν Πορφυροτσικνάδες & Νανομουγκάνες & στα γύρω δέντρα οΝυχτοκόρακας. Στα νερά της υπάρχουν ενδημικά ψάρια και η σπάνια πια στη χώρα μας Βίδρα.
Παλαιότερα οι λίμνες ήταν ενωμένες και αποτελούσαν πλούσιο βιότοπο. Σύμφωνα με περιγραφές περιηγητών του 19ου και του 20ου αιώνα οι γύρω από τις λίμνες περιοχές ήταν σχεδόν αδιαπέραστα δάση. Σήμερα τις χωρίζει η εθνική οδός Αντιρρίου-Ιωαννίνων και η επικοινωνία ανάμεσα τους γίνεται μέσω ενός ελεγχόμενου καναλιού.